- νήφρων
- νήφρων, ὁ, ἡ (Α)μωρός, ανόητος, άφρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη-* + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. ά-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νήφρων — foolish masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο … Dictionary of Greek